- οὐρητός
- οὐρ-ητός, ή, όν, in neut. pl.,A diuretics, Orib.Eup.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουρητός — οὐρητός, ή, όν (Α) [ουρώ] (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐρητά τα διουρητικά φάρμακα … Dictionary of Greek
οὐρητά — οὐρητός diuretics neut nom/voc/acc pl οὐρητά̱ , οὐρητός diuretics fem nom/voc/acc dual οὐρητά̱ , οὐρητός diuretics fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρητικός — ή, ὁ (Α οὐρητικός, ή, όν) [ουρητός] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα ή στην ούρηση («ουρητικό σύστημα») αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει την τάση να ουρεί συχνά ή να ουρεί πολύ 2. αυτός που διευκολύνει ή προκαλεί έκκριση ούρων,… … Dictionary of Greek